ΙΙ. Οι ποικιλίες της Γλώσσας
Η γλωσσική κοινότητα δε χαρακτηρίζεται από γλωσσική ομοιομορφία, αλλά αντίθετα από πολυμορφία. Δεν αποτελεί, δηλαδή, ένα σύνολο ομιλητών οι οποίοι χρησιμοποιούν πάντοτε και παντού τους ίδιους γλωσσικούς τρόπους. Έτσι, διαφορετικές ομάδες ομιλητών χρησιμοποιούν διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες που τα κοινά χαρακτηριστικά τους τις διακρίνουν Από άλλες ποικιλίες της ίδιας γλώσσας.
Διάκριση Γλωσσικών Ποικιλιών
Οι γλωσσικές ποικιλίες (κριτήρια η γεωγραφική καταγωγή του ομιλητή και η κοινωνική του θέση), διακρίνονται αντίστοιχα σε:
• γεωγραφικές ποικιλίες / διαλέκτους (οριζόντια κατάταξη)
• κοινωνικές ποικιλίες / διαλέκτους (κάθετη κατάταξη).
=> Στις κοινωνικές ποικιλίες εντάσσονται τα ποικίλα είδη των κειμένων και οι ειδικές γλώσσες.
Οι γλωσσικές ποικιλίες (κριτήρια η γεωγραφική καταγωγή του ομιλητή και η κοινωνική του θέση), διακρίνονται αντίστοιχα σε:
• γεωγραφικές ποικιλίες / διαλέκτους (οριζόντια κατάταξη)
• κοινωνικές ποικιλίες / διαλέκτους (κάθετη κατάταξη).
=> Στις κοινωνικές ποικιλίες εντάσσονται τα ποικίλα είδη των κειμένων και οι ειδικές γλώσσες.
Γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες
Σε όλη την Ελλάδα (και γενικότερα σε όλες τις περιοχές όπου υπάρχουν Έλληνες) τα ελληνικά ομιλούνται με τον ίδιο τρόπο. Η γλώσσα μας παρουσιάζει τοπικές αλλαγές τις οποίες ονομάζουμε ιδιώματα (πρόκειται για στοιχεία που εμπλουτίζουν την κοινή εθνική γλώσσα και αποτελούν γνώρισμα συγκεκριμένων λογοτεχνικών ειδών -τα δημοτικά τραγούδια). Τα ιδιώματα τα ονομάζουμε από τις περιοχές στις οποίες
συνηθίζονται: α) βόρεια (θρακιώτικα, μακεδονικά, ηπειρώτικα, θεσσαλικά, στερεοελλαδίτικα κλπ.) και νότια (πελοποννησιακά, κρητικά κτλ.)
β) ανατολικά (κυπριακά, χιώτικα, ποντιακά, καππαδοκικά κλπ.) και δυτικά (κατωιταλικά, εφτανησιώτικα, κρητοκυκλαδικά κ.τ.λ.).
Ένα ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή ένα ιδίωμα που διαφέρει σημαντικά από την κοινή γλώσσα, ονομάζεται διάλεκτος. Από τα ιδιώματα που καταγράψαμε πιο πάνω τα ποντιακά, τα καππαδοκικά, τα τσακώνικα και τα κατωιταλικά θεωρούνται από πολλούς διάλεκτοι.
Σε όλη την Ελλάδα (και γενικότερα σε όλες τις περιοχές όπου υπάρχουν Έλληνες) τα ελληνικά ομιλούνται με τον ίδιο τρόπο. Η γλώσσα μας παρουσιάζει τοπικές αλλαγές τις οποίες ονομάζουμε ιδιώματα (πρόκειται για στοιχεία που εμπλουτίζουν την κοινή εθνική γλώσσα και αποτελούν γνώρισμα συγκεκριμένων λογοτεχνικών ειδών -τα δημοτικά τραγούδια). Τα ιδιώματα τα ονομάζουμε από τις περιοχές στις οποίες
συνηθίζονται: α) βόρεια (θρακιώτικα, μακεδονικά, ηπειρώτικα, θεσσαλικά, στερεοελλαδίτικα κλπ.) και νότια (πελοποννησιακά, κρητικά κτλ.)
β) ανατολικά (κυπριακά, χιώτικα, ποντιακά, καππαδοκικά κλπ.) και δυτικά (κατωιταλικά, εφτανησιώτικα, κρητοκυκλαδικά κ.τ.λ.).
Ένα ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή ένα ιδίωμα που διαφέρει σημαντικά από την κοινή γλώσσα, ονομάζεται διάλεκτος. Από τα ιδιώματα που καταγράψαμε πιο πάνω τα ποντιακά, τα καππαδοκικά, τα τσακώνικα και τα κατωιταλικά θεωρούνται από πολλούς διάλεκτοι.
|
|
Ωφελιμότητα των ιδιωμάτων:
- Κάθε τοπική διάλεκτος αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της εθνικής γλωσσικής μας παράδοσης και η εξαφάνισή του ισοδυναμεί με την απώλεια ενός μέλους από το γλωσσικό σώμα του έθνους μας.
- Σε κάθε γεωγραφική γλωσσική ποικιλία αντικατοπτρίζονται ήθη, έθιμα, ιστορικές παρακαταθήκες και λαογραφικές παραδόσεις αιώνων, οι οποίες συνιστούν λόγο ύπαρξης ολόκληρων πληθυσμών.
- Πολυάριθμα έργα της ελληνικής γραμματείας και λογοτεχνίας έχουν γραφτεί στην τοπική διάλεκτο του συγγραφέα ή περιέχουν πολύτιμα ιδιωματικά στοιχεία.
- Η εμμονή στη χρήση ιδιωματικών λέξεων μπορεί να θέσει εμπόδια στην σωστή εκμάθηση της μητρικής γλώσσας.
- Επίσης μπορεί να δημιουργήσει και δυσκολία στην επικοινωνία μεταξύ των μελών της κοινωνίας.
- Τέλος, μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση εθνικιστικών τάσεων.
|
|
Κοινωνικές Γλωσσικές Ποικιλίες:
Πρόκειται για ιδιαίτερες γλώσσες/ ιδιώματα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μίας κοινωνικής ομάδας εξαρτώνται από ποικίλους παράγοντες που τις δημιουργούν όπως η ηλικία, η μόρφωση, η κοινωνική τάξη, το φύλο, η ιδεολογία, το επάγγελμα, η καταγωγή και η περίσταση.
Γλώσσα και ηλικία: η γλώσσα των νέων κάθε εποχής διαφέρει από τη γλώσσα των ενηλίκων, μεταλλάσσεται διαρκώς υιοθετώντας
καινούργια, αυθαίρετα γλωσσικά ευρήματα και νεολογισμούς. Χαρακτηριστικό είναι πως για τους μεγάλους ηχεί ακατανόητη, ρευστή, τολμηρή έως και υβριστική. Στην πραγματικότητα, ενσωματώνει την αμφισβήτηση, τις ανησυχίες, τις αξίες και τα πρότυπα ζωής των παιδιών και των εφήβων.
Γλώσσα και μόρφωση: Οι άνθρωποι ανάλογα με τις γνώσεις και την εκπαίδευσή τους, μιλούν διαφορετικά, ακόμη και όταν ανήκουν στην ίδια γλωσσική κοινότητα. Π.χ. διαφορετικά χρησιμοποιεί την ελληνική ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος και διαφορετικά ένας αναλφάβητος συμπολίτης του.
Γλώσσα και φύλο: Ο τρόπος ομιλίας είναι διαφορετικός ανάμεσα στις γυναίκες και τους άντρες. Οι γυναίκες, σύμφωνα με έρευνες, μιλούν πιο ήπια, διατυπώνουν έμμεσα τις εντολές, εκφράζονται με οικειότητα αλλά και με διπλωματικό τρόπο. Οι άντρες μιλούν πιο κατηγορηματικά και
παρεμβατικά, χρησιμοποιούν πιο πολύ την προστακτική και χειρίζονται τις λέξεις σαν όπλα. Αυτές οι διαφορές οφείλονται στη διαφορετική κοινωνικοποίηση των δύο φύλων και στην αναπαραγωγή στερεοτύπων συμπεριφοράς από την παιδική ηλικία.
Γλώσσα και περίσταση: Ο χρήστης μιας γλώσσας ανάλογα με τις κοινωνικές περιστάσεις (π.χ. αν παρίσταται σε ένα
συνέδριο ή σε μία κοινωνική εκδήλωση ή σε κάποια φιλική συγκέντρωση) στις οποίες καλείται να εκφραστεί, είναι υποχρεωμένος να μιλήσει σε διαφορετικό κάθε φορά επίπεδο. Έτσι, διαμορφώνει τον ιδιαίτερο κάθε φορά προσωπικό τρόπο, το κατάλληλο δηλαδή ύφος (στιλ) για να εκφραστεί.
Γλώσσα και κοινωνική τάξη: Τα μέλη μίας κοινωνικής τάξης συνήθως εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο από τα μέλη κάποιας άλλης κοινωνικής τάξης. Η διαφοροποιημένη ομιλία στην περίπτωση αυτή έχει τη μορφή δήλωσης της κοινωνικής θέσης ενός ατόμου και συχνά
παρατηρείται αλλαγή του τρόπου ομιλίας ενός προσώπου, όταν μεταπίπτει από μία κοινωνική τάξη σε άλλη.
Γλώσσα και ύφος: το ύφος διαμορφώνεται από παράγοντες όπως ποιος μιλάει, σε ποιον, με ποιο σκοπό, με ποιο θέμα, πού, πότε,
γιατί, πώς κλπ. Αυτά σημαίνουν ότι το ίδιο άτομο μπορεί να μιλήσει ανάλογα με τις συγκεκριμένες κάθε φορά ανάγκες διαφορετικά. Π.χ. ο γιατρός προς τον ασθενή του, ο καθηγητής προς το μαθητή του, ο γονιός προς το παιδί του.
Γλώσσα και επάγγελμα: Τα μέλη μίας επαγγελματικής ομάδας (ή συντεχνίας) χρησιμοποιούν έναν ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας, δηλωτικό της επαγγελματικής ιδιότητάς τους. Στην περίπτωση αυτή γίνεται συχνά λόγος και για «ειδικές γλώσσες», που αναφέρεται στην ειδική τεχνική ορολογία που χρησιμοποιούν όσοι απασχολούνται στο συγκεκριμένο επαγγελματικό πεδίο.
Πρόκειται για ιδιαίτερες γλώσσες/ ιδιώματα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μίας κοινωνικής ομάδας εξαρτώνται από ποικίλους παράγοντες που τις δημιουργούν όπως η ηλικία, η μόρφωση, η κοινωνική τάξη, το φύλο, η ιδεολογία, το επάγγελμα, η καταγωγή και η περίσταση.
Γλώσσα και ηλικία: η γλώσσα των νέων κάθε εποχής διαφέρει από τη γλώσσα των ενηλίκων, μεταλλάσσεται διαρκώς υιοθετώντας
καινούργια, αυθαίρετα γλωσσικά ευρήματα και νεολογισμούς. Χαρακτηριστικό είναι πως για τους μεγάλους ηχεί ακατανόητη, ρευστή, τολμηρή έως και υβριστική. Στην πραγματικότητα, ενσωματώνει την αμφισβήτηση, τις ανησυχίες, τις αξίες και τα πρότυπα ζωής των παιδιών και των εφήβων.
Γλώσσα και μόρφωση: Οι άνθρωποι ανάλογα με τις γνώσεις και την εκπαίδευσή τους, μιλούν διαφορετικά, ακόμη και όταν ανήκουν στην ίδια γλωσσική κοινότητα. Π.χ. διαφορετικά χρησιμοποιεί την ελληνική ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος και διαφορετικά ένας αναλφάβητος συμπολίτης του.
Γλώσσα και φύλο: Ο τρόπος ομιλίας είναι διαφορετικός ανάμεσα στις γυναίκες και τους άντρες. Οι γυναίκες, σύμφωνα με έρευνες, μιλούν πιο ήπια, διατυπώνουν έμμεσα τις εντολές, εκφράζονται με οικειότητα αλλά και με διπλωματικό τρόπο. Οι άντρες μιλούν πιο κατηγορηματικά και
παρεμβατικά, χρησιμοποιούν πιο πολύ την προστακτική και χειρίζονται τις λέξεις σαν όπλα. Αυτές οι διαφορές οφείλονται στη διαφορετική κοινωνικοποίηση των δύο φύλων και στην αναπαραγωγή στερεοτύπων συμπεριφοράς από την παιδική ηλικία.
Γλώσσα και περίσταση: Ο χρήστης μιας γλώσσας ανάλογα με τις κοινωνικές περιστάσεις (π.χ. αν παρίσταται σε ένα
συνέδριο ή σε μία κοινωνική εκδήλωση ή σε κάποια φιλική συγκέντρωση) στις οποίες καλείται να εκφραστεί, είναι υποχρεωμένος να μιλήσει σε διαφορετικό κάθε φορά επίπεδο. Έτσι, διαμορφώνει τον ιδιαίτερο κάθε φορά προσωπικό τρόπο, το κατάλληλο δηλαδή ύφος (στιλ) για να εκφραστεί.
Γλώσσα και κοινωνική τάξη: Τα μέλη μίας κοινωνικής τάξης συνήθως εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο από τα μέλη κάποιας άλλης κοινωνικής τάξης. Η διαφοροποιημένη ομιλία στην περίπτωση αυτή έχει τη μορφή δήλωσης της κοινωνικής θέσης ενός ατόμου και συχνά
παρατηρείται αλλαγή του τρόπου ομιλίας ενός προσώπου, όταν μεταπίπτει από μία κοινωνική τάξη σε άλλη.
Γλώσσα και ύφος: το ύφος διαμορφώνεται από παράγοντες όπως ποιος μιλάει, σε ποιον, με ποιο σκοπό, με ποιο θέμα, πού, πότε,
γιατί, πώς κλπ. Αυτά σημαίνουν ότι το ίδιο άτομο μπορεί να μιλήσει ανάλογα με τις συγκεκριμένες κάθε φορά ανάγκες διαφορετικά. Π.χ. ο γιατρός προς τον ασθενή του, ο καθηγητής προς το μαθητή του, ο γονιός προς το παιδί του.
Γλώσσα και επάγγελμα: Τα μέλη μίας επαγγελματικής ομάδας (ή συντεχνίας) χρησιμοποιούν έναν ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας, δηλωτικό της επαγγελματικής ιδιότητάς τους. Στην περίπτωση αυτή γίνεται συχνά λόγος και για «ειδικές γλώσσες», που αναφέρεται στην ειδική τεχνική ορολογία που χρησιμοποιούν όσοι απασχολούνται στο συγκεκριμένο επαγγελματικό πεδίο.
Χρήσιμοι Ορισμοί
Διάλεκτος: το γλωσσικό ιδίωμα ενός τόπου στο χώρο μιας εθνικής γλώσσας ή γλώσσα συνθηματική («η διάλεκτος των κακοποιών»).
Ιδίωμα: ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ή γνώρισμα, ιδιότητα και στο χώρο της γλωσσολογίας ο ιδιαίτερος τρόπος ομιλίας και προφορά των λέξεων σε κάποιο τόπο.
Ιδιωματικός: ο αναφερόμενος σε γλωσσικό ιδίωμα, ο χαρακτηριστικός τυπικής διαλέκτου («ιδιωματική προφορά»).
Ιδιωματισμός: έκφραση ή τρόπος εκφοράς του λόγου, χαρακτηριστικά μιας γλώσσας ή διαλέκτου.
Ιδιωτισμός: τύπος λέξης, έκφραση ή ύφος λόγου, που ιδιάζει σε γλώσσα, διάλεκτο ή ομιλία ανθρώπου που ανήκει σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή επάγγελμα.
[Μείζον Ελληνικό Λεξικό, ΤεγόπουλοςΦυτράκης Αθήνα, 1999]
Ιδίωμα: ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ή γνώρισμα, ιδιότητα και στο χώρο της γλωσσολογίας ο ιδιαίτερος τρόπος ομιλίας και προφορά των λέξεων σε κάποιο τόπο.
Ιδιωματικός: ο αναφερόμενος σε γλωσσικό ιδίωμα, ο χαρακτηριστικός τυπικής διαλέκτου («ιδιωματική προφορά»).
Ιδιωματισμός: έκφραση ή τρόπος εκφοράς του λόγου, χαρακτηριστικά μιας γλώσσας ή διαλέκτου.
Ιδιωτισμός: τύπος λέξης, έκφραση ή ύφος λόγου, που ιδιάζει σε γλώσσα, διάλεκτο ή ομιλία ανθρώπου που ανήκει σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή επάγγελμα.
[Μείζον Ελληνικό Λεξικό, ΤεγόπουλοςΦυτράκης Αθήνα, 1999]