M. Καραγάτσης "Η μεγάλη Χίμαιρα" [απόσπασμα]
Εισαγωγικά-Βιογραφικά:
Ο Μ. Καραγάτσης ήταν Έλληνας πεζογράφος, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της "Γενιάς του '30". Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Γεννήθηκε στην Αθήνα (1908) αλλά εξαιτίας των μετακινήσεων της οικογένειάς του πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε πολλές πόλεις. Ήταν το 5ο παιδί της οικογένειας του δικηγόρου Γεωργίου Ροδόπουλου και της Ανθής Μουλούλη, που καταγόταν από τον Τύρναβο. Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο φτελιά ή καραγάτσι στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Θεσσαλία. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια από που προήλθε το «Μ.» του ψευδωνύμου. καθώς ο Καραγάτσης δεν δήλωσε ποτέ ρητά την προέλευσή του. Υποθέτουμε ότι προήλθε από το ρώσικο όνομα «Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Ντοστογιέφσκι. Μια άλλη εκδοχή θέλει το Μ. να ερμηνεύεται ως Μιχάλης λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (Μεγάλος ύπνος).
Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλιά από όπου όμως επέστρεψε για οικονομικούς λόγους και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνάων (1930). Στο Πανεπιστήμιο είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες, όπως τους Οδ. Ελύτη, Αγγ. Τερζάκη, Γ. Θεοτοκά. Στην εφηβική του ηλικία έγραφε ποιήματα, σύντομα όμως εγκατέλειψε την ενασχόληση με την ποίηση και στράφηκε στην πεζογραφία. Μετά την ολοκλήρωση των Σπουδών του δούλεψε ως υπάλληλος στην ασφαλιστική εταιρεία του αδερφού του Νίκου, στον Πειραιά. Το 1935 θα παντρευτεί τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη (μετέπειτα γνωστή ως Νίκη Καραγάτση, 1914–1986) και το 1936 δημοσιεύεται το μυθιστόρημα του Η χίμαιρα και στη κόρη που γεννιέται τον Οκτώβριο του 1936 δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου, Μαρίνα.
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής την περνάει ήσυχα στο σπίτι του, που γίνεται κέντρο συνάντησης των λογοτεχνών της εποχής του, ενώ παράλληλα δημοσιεύονται αρκετά διηγήματά του και νουβέλες. Το 1958 και αμέσως μετά Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων το οποίο συνυπέγραψε με τον Άγγελο Τερζάκη, τον Ηλία Βενέζη και τον Στρατή Μυριβήλη, έπαθε καρδιακή προσβολή. Η ασθένεια τον οδήγησε στη σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους, αλλά όχι και στη διακοπή της δουλειάς του. Στις 13 Δεκέμβρη του 1960 ξεκινάει να γράφει το Δέκα (10) το οποίο δούλευε όλο το έτος μέχρι τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου που πεθαίνει ύστερα από πολύωρη κρίση ταχυκαρδίας.
Ο Μ. Καραγάτσης ήταν Έλληνας πεζογράφος, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της "Γενιάς του '30". Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Γεννήθηκε στην Αθήνα (1908) αλλά εξαιτίας των μετακινήσεων της οικογένειάς του πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε πολλές πόλεις. Ήταν το 5ο παιδί της οικογένειας του δικηγόρου Γεωργίου Ροδόπουλου και της Ανθής Μουλούλη, που καταγόταν από τον Τύρναβο. Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο φτελιά ή καραγάτσι στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Θεσσαλία. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια από που προήλθε το «Μ.» του ψευδωνύμου. καθώς ο Καραγάτσης δεν δήλωσε ποτέ ρητά την προέλευσή του. Υποθέτουμε ότι προήλθε από το ρώσικο όνομα «Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Ντοστογιέφσκι. Μια άλλη εκδοχή θέλει το Μ. να ερμηνεύεται ως Μιχάλης λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (Μεγάλος ύπνος).
Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλιά από όπου όμως επέστρεψε για οικονομικούς λόγους και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνάων (1930). Στο Πανεπιστήμιο είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες, όπως τους Οδ. Ελύτη, Αγγ. Τερζάκη, Γ. Θεοτοκά. Στην εφηβική του ηλικία έγραφε ποιήματα, σύντομα όμως εγκατέλειψε την ενασχόληση με την ποίηση και στράφηκε στην πεζογραφία. Μετά την ολοκλήρωση των Σπουδών του δούλεψε ως υπάλληλος στην ασφαλιστική εταιρεία του αδερφού του Νίκου, στον Πειραιά. Το 1935 θα παντρευτεί τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη (μετέπειτα γνωστή ως Νίκη Καραγάτση, 1914–1986) και το 1936 δημοσιεύεται το μυθιστόρημα του Η χίμαιρα και στη κόρη που γεννιέται τον Οκτώβριο του 1936 δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου, Μαρίνα.
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής την περνάει ήσυχα στο σπίτι του, που γίνεται κέντρο συνάντησης των λογοτεχνών της εποχής του, ενώ παράλληλα δημοσιεύονται αρκετά διηγήματά του και νουβέλες. Το 1958 και αμέσως μετά Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων το οποίο συνυπέγραψε με τον Άγγελο Τερζάκη, τον Ηλία Βενέζη και τον Στρατή Μυριβήλη, έπαθε καρδιακή προσβολή. Η ασθένεια τον οδήγησε στη σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους, αλλά όχι και στη διακοπή της δουλειάς του. Στις 13 Δεκέμβρη του 1960 ξεκινάει να γράφει το Δέκα (10) το οποίο δούλευε όλο το έτος μέχρι τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου που πεθαίνει ύστερα από πολύωρη κρίση ταχυκαρδίας.
|
Υπόθεση:
«Η μεγάλη χίμαιρα» είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με έναν γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Είναι η ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται κι ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρα, στο πατρικό σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στον φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) |
Χρόνος του Αποσπάσματος:
Περίπου το 1930-1940, όπως γίνεται κατανοητό από την αναφορά στο παρελθόν της Ρεΐζαινας. Γενικότερα, ο χρόνος της ιστορίας είναι πολύ μεγαλύτερος από τον χρόνο της αφήγησης, καθώς η αφήγηση καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα:
α) τον γάμο του ζευγαριού
β) τις συζητήσεις ανάμεσα στη μάνα και στον γιο και ανάμεσα στο ζευγάρι
γ) αναφορές στο παρελθόν.
=> Ο χρόνος της ιστορίας και ο χρόνος της αφήγησης εξισώνονται μόνο όταν υπάρχει διάλογος.
Αναχρονίες:
1. "Ο γάμος ... ονειρευόταν".
2. "Έτσι, οι συνομιλίες ... βάθος της καρδιάς"
Αφηγηματικό Κενό:
"Η Μαρίνα με τα μάτια στυλωμένα πέρα, μακριά, ονειρευόταν ....".
Αφηγηματικός Τόπος:
Το νησί της Σύρου. Πρόκειται για ένα μεσοαστικό περιβάλλον καθώς η πόλη της Σύρου μετά την ελληνική επανάσταση αναδείχτηκε σε σημαντικό εμπορικό, οικονομικό κέντρο της Ελλάδας, προς το οποίο συνέρρευσε πλήθος προσφύγων από το νησί της Χίου αλλά και από την ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1923.
Πρόσωπα του Αποσπάσματος:
Η Γιάννης: Έλληνας ναυτικός, οικονομικά ευκατάστατος, ταξιδεύει με το πλοίο ΧΙΜΑΙΡΑ και σε ένα από τα ταξίδι του στη Γαλλία ερωτεύεται τη Μαρίνα.
Μαρίνα: η Μαρίνα, μια νεαρή Γαλλίδα, λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, ερωτεύεται τον Γιάννη, έναν Έλληνα καπετάνιο που γνώρισε σε ένα ταξίδι του στη Γαλλία και παίρνει την απόφαση να τον παντρευτεί και να ζήσει μαζί του στη Σύρο. Αρχικά, μαγεύεται από το ελληνικό τοπίο και τον λαμπερό ήλιο αλλά στη συνέχεια νιώθει παγιδευμένη. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό παίζει η ερωτική της επιθυμία για τον αδερφό του συζύγου της, τον Μηνά. Η Μαρίνα δεν θα αντέξει στις δύσκολες συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει μετά την οικονομική καταστροφή της οικογένειας και τελικά θα πεθάνει μετά τον θάνατο του παιδιού της και του Μηνά.
Ρεΐζαινα: μητέρα του Γιάννη και πεθερά της Μαρίνας. Αρχικά φαίνεται και προσπαθεί να είναι διακριτική στη ζωή του ζευγαριού.
Περίπου το 1930-1940, όπως γίνεται κατανοητό από την αναφορά στο παρελθόν της Ρεΐζαινας. Γενικότερα, ο χρόνος της ιστορίας είναι πολύ μεγαλύτερος από τον χρόνο της αφήγησης, καθώς η αφήγηση καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα:
α) τον γάμο του ζευγαριού
β) τις συζητήσεις ανάμεσα στη μάνα και στον γιο και ανάμεσα στο ζευγάρι
γ) αναφορές στο παρελθόν.
=> Ο χρόνος της ιστορίας και ο χρόνος της αφήγησης εξισώνονται μόνο όταν υπάρχει διάλογος.
Αναχρονίες:
1. "Ο γάμος ... ονειρευόταν".
2. "Έτσι, οι συνομιλίες ... βάθος της καρδιάς"
Αφηγηματικό Κενό:
"Η Μαρίνα με τα μάτια στυλωμένα πέρα, μακριά, ονειρευόταν ....".
Αφηγηματικός Τόπος:
Το νησί της Σύρου. Πρόκειται για ένα μεσοαστικό περιβάλλον καθώς η πόλη της Σύρου μετά την ελληνική επανάσταση αναδείχτηκε σε σημαντικό εμπορικό, οικονομικό κέντρο της Ελλάδας, προς το οποίο συνέρρευσε πλήθος προσφύγων από το νησί της Χίου αλλά και από την ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1923.
Πρόσωπα του Αποσπάσματος:
Η Γιάννης: Έλληνας ναυτικός, οικονομικά ευκατάστατος, ταξιδεύει με το πλοίο ΧΙΜΑΙΡΑ και σε ένα από τα ταξίδι του στη Γαλλία ερωτεύεται τη Μαρίνα.
Μαρίνα: η Μαρίνα, μια νεαρή Γαλλίδα, λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, ερωτεύεται τον Γιάννη, έναν Έλληνα καπετάνιο που γνώρισε σε ένα ταξίδι του στη Γαλλία και παίρνει την απόφαση να τον παντρευτεί και να ζήσει μαζί του στη Σύρο. Αρχικά, μαγεύεται από το ελληνικό τοπίο και τον λαμπερό ήλιο αλλά στη συνέχεια νιώθει παγιδευμένη. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό παίζει η ερωτική της επιθυμία για τον αδερφό του συζύγου της, τον Μηνά. Η Μαρίνα δεν θα αντέξει στις δύσκολες συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει μετά την οικονομική καταστροφή της οικογένειας και τελικά θα πεθάνει μετά τον θάνατο του παιδιού της και του Μηνά.
Ρεΐζαινα: μητέρα του Γιάννη και πεθερά της Μαρίνας. Αρχικά φαίνεται και προσπαθεί να είναι διακριτική στη ζωή του ζευγαριού.
Αφηγηματικοί Τρόποι:
Αφήγηση (= διήγηση των γεγονότων του παρελθόντος από τον αφηγητή):
1. "Ο γάμος ... ονειρευόταν".
2. "Έτσι, οι συνομιλίες ... βάθος της καρδιάς"
Διάλογος
Η ανταλλαγή φράσεων ανάμεσα στα πρόσωπα του αποσπάσματος:
"-Μη γυρεύεις ... ούτε θα μου μιλήσει".
Περιγραφή (= περιγραφή τοπίων, τόπων και προσώπων)
"Η γριά Ρεΐζαινα δεν έπαιρνε ... σε μεγάλο εφοπλιστή": προσπάθεια του συγγραφέα να μεταδώσει μια εικόνα με παραστατικότητα.
Σχόλια
Πρόκειται για παρεμβολές από σχολίων, σκέψεων, γνωμών από τον αφηγητή, τα οποία πολλές φορές δεν έχουν σχέση με την αφήγηση.
1. "Ήταν δύσκολο να της πει αυτό που ήθελε"
2."Μα όλα αυτά ήταν ξώπετσα..."
Εσωτερικός μονόλογος
Πρόκειται για την απόδοση των σκέψεων ή των συναισθημάτων σε α΄ πρόσωπο και σε χρόνο ενεστώτα:
1. "Δεν την αγαπάει....τρόπο να συνεννοηθούν".
2. "Όταν μπορέσω....και τους ανθρώπους της"
3. "Όχι! Εκείνο που ...να με καταλάβει".
Αφήγηση (= διήγηση των γεγονότων του παρελθόντος από τον αφηγητή):
1. "Ο γάμος ... ονειρευόταν".
2. "Έτσι, οι συνομιλίες ... βάθος της καρδιάς"
Διάλογος
Η ανταλλαγή φράσεων ανάμεσα στα πρόσωπα του αποσπάσματος:
"-Μη γυρεύεις ... ούτε θα μου μιλήσει".
Περιγραφή (= περιγραφή τοπίων, τόπων και προσώπων)
"Η γριά Ρεΐζαινα δεν έπαιρνε ... σε μεγάλο εφοπλιστή": προσπάθεια του συγγραφέα να μεταδώσει μια εικόνα με παραστατικότητα.
Σχόλια
Πρόκειται για παρεμβολές από σχολίων, σκέψεων, γνωμών από τον αφηγητή, τα οποία πολλές φορές δεν έχουν σχέση με την αφήγηση.
1. "Ήταν δύσκολο να της πει αυτό που ήθελε"
2."Μα όλα αυτά ήταν ξώπετσα..."
Εσωτερικός μονόλογος
Πρόκειται για την απόδοση των σκέψεων ή των συναισθημάτων σε α΄ πρόσωπο και σε χρόνο ενεστώτα:
1. "Δεν την αγαπάει....τρόπο να συνεννοηθούν".
2. "Όταν μπορέσω....και τους ανθρώπους της"
3. "Όχι! Εκείνο που ...να με καταλάβει".
Ο ρόλος του διαλόγου στο Απόσπασμα:
Στο απόσπασμα υπάρχει διάλογος:
α) ανάμεσα στη γριά Ρεϊζαινα και τον γιο της και
β) ανάμεσα στη γριά Ρεΐζαινα και την νύφη της.
Η χρήση του διαλόγου προσδίδει στο κείμενο ζωντάνια και αμεσότητα καθώς διακόπτεται η μονοτονία της αφήγησης. Επίσης, μέσα από τον διάλογο αποκαλύπτονται τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των πρωταγωνιστών. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να τους γνωρίσει καλύτερα και να αποκωδικοποιήσει τα λεγόμενά τους. Τέλος, το απόσπασμα αποκτά αμεσότητα καθώς ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας των όσων εκτυλίσσονται "μπροστά" του.
Ωστόσο, οι διάλογοι του αποσπάσματος δεν είναι ουσιαστικοί, καθώς τα πρόσωπα ουσιαστικά μονολογούν, χωρίς να δέχονται τις θέσεις του συνομιλητή τους. Πρόκειται για διαλόγους, στους οποίους δεν υπάρχει ουσιαστική επικοινωνία εφόσον οι εμπλεκόμενοι σε αυτόν δεν αποκαλύπτουν τις πραγματικές τους προθέσεις και τις σκέψεις τους. Παράλληλα, μένουν προσκολλημένοι στις θέσεις τους και αναπαράγουν τους φόβους και τις προκαταλήψεις τους με τρόπο που τελικά θέτει εμπόδια στην εποικοδομητική συνομιλία.
Στο απόσπασμα υπάρχει διάλογος:
α) ανάμεσα στη γριά Ρεϊζαινα και τον γιο της και
β) ανάμεσα στη γριά Ρεΐζαινα και την νύφη της.
Η χρήση του διαλόγου προσδίδει στο κείμενο ζωντάνια και αμεσότητα καθώς διακόπτεται η μονοτονία της αφήγησης. Επίσης, μέσα από τον διάλογο αποκαλύπτονται τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των πρωταγωνιστών. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να τους γνωρίσει καλύτερα και να αποκωδικοποιήσει τα λεγόμενά τους. Τέλος, το απόσπασμα αποκτά αμεσότητα καθώς ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας των όσων εκτυλίσσονται "μπροστά" του.
Ωστόσο, οι διάλογοι του αποσπάσματος δεν είναι ουσιαστικοί, καθώς τα πρόσωπα ουσιαστικά μονολογούν, χωρίς να δέχονται τις θέσεις του συνομιλητή τους. Πρόκειται για διαλόγους, στους οποίους δεν υπάρχει ουσιαστική επικοινωνία εφόσον οι εμπλεκόμενοι σε αυτόν δεν αποκαλύπτουν τις πραγματικές τους προθέσεις και τις σκέψεις τους. Παράλληλα, μένουν προσκολλημένοι στις θέσεις τους και αναπαράγουν τους φόβους και τις προκαταλήψεις τους με τρόπο που τελικά θέτει εμπόδια στην εποικοδομητική συνομιλία.
ΕΙΔΟΣ ΑΦΗΓΗΤΗ:
ΕΣΤΙΑΣΗ:
=> Μηδενική Εστίαση: Ο αναγνώστης έχει πρόσβαση σε κάθε πιθανή πληροφορία είτε αφορά τις σκέψεις των ηρώων είτε τη ροή των γεγονότων. Ο αφηγητής είναι παντογνώστης και γνωρίζει περισσότερα από οποιοδήποτε πρόσωπο της ιστορίας.
- Εξωδιηγητικός: ο αφηγητής διηγείται μια ιστορία στην οποία δεν έχει συμμετοχή (χρήση γ΄ προσώπου).
- Αφηγητής-Θεός: παντογνώστης αφηγητής, εποπτεύει τα πάντα, δεν μετέχει στη δράση (έχει πρόσβαση ακόμη και στις πιο μύχιες σκέψεις των προσώπων την ιστορίας)
ΕΣΤΙΑΣΗ:
=> Μηδενική Εστίαση: Ο αναγνώστης έχει πρόσβαση σε κάθε πιθανή πληροφορία είτε αφορά τις σκέψεις των ηρώων είτε τη ροή των γεγονότων. Ο αφηγητής είναι παντογνώστης και γνωρίζει περισσότερα από οποιοδήποτε πρόσωπο της ιστορίας.
ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ:
Γιάννης: Πρόκειται για το "συνδετικό κρίκο" ανάμεσα στις προσωπικότητες των δύο γυναικών, Φαίνεται ότι τρέφει βαθιά αισθήματα αγάπης και στοργής για τη γυναίκα του. Σέβεται την επιθυμία της να μην την πιέσει να προβεί σε αποκαλύψεις για το παρελθόν της. Ωστόσο, η σχέση τους δεν είναι απόλυτα ειλικρινής καθώς εκείνη δεν του έχει αποκαλύψει τις μύχιες σκέψεις της και ο Γιάννης "τυφλωμένος" από τα συναισθήματά της δεν αντιλαμβάνεται την απόσταση που υπάρχει μεταξύ τους. Από την άλλη πλευρά, ο Γιάννης αντιλαμβάνεται το γεγονός ότι η μητέρα του κρατά αποστάσεις και είναι καχύποπτη προς τη Μαρίνα. Το γεγονός ότι γνωρίζει καλά το χαρακτήρα της και διεισδυτική του ματιά τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μητέρα του τρέφει διαφορετικά συναισθήματα για τη σύζυγό του από αυτά που αφήνει να διαφανούν. Έτσι, προσπαθεί να προσεγγίσει τη μητέρα του και να μην παρακαλέσει να σεβαστεί το χαρακτήρα και τις επιθυμίες της συζύγου του. |
|
Ρεΐζαινα:
Είναι μια γυναίκα της εποχής της και ο χαρακτήρας της έχει διαμορφωθεί από τις συνθήκες ζωής της: φέρει τα ήθη και τα έθιμα του τόπου καταγωγής της και τις αντιλήψεις της εποχής και της στενής γεωγραφικά κοινωνίας της Σύρου. Περιορισμένη στο σπίτι της έχει ασχοληθεί αποκλειστικά με την φροντίδα και την ανατροφή των παιδιών της, με τα οποία τη συνδέουν ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί. Έτσι, αγαπά και προστατεύει το γιο της με κάθε τρόπο. Ωστόσο, δεν θέλει να τον πληγώσει και του δείχνει ότι αποδέχεται την επιλογή του να παντρευτεί τη Μαρίνα και είναι ιδιαίτερα ευγενής απέναντί της. Προσπαθεί να την προσεγγίσει, μοιράζεται μαζί της ιστορίες από το παρελθόν και δείχνει ιδιαίτερα φιλική. Εντούτοις, πίσω από τη φαινομενικά φιλήσυχη και αφοσιωμένη στο γιο της μάνα, κρύβεται μια γυναίκα καχύποπτη και ισχυρογνώμων. Η Ρεΐζαινα είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική απέναντι στη νύφη της, τόσο λόγω της καταγωγής της όσο και της εσωστρέφειας που τη χαρακτηρίζει. Ερμηνεύει τον "κλειστό" και μυστικοπαθή χαρακτήρα της Μαρίνας, ως ένδειξη μη ειλικρινών συναισθημάτων απέναντι στο παιδί της και εμμένει σε αυτή την άποψη παρά τις προσπάθειες του Γιάννη να της αλλάξει γνώμη.
Είναι μια γυναίκα της εποχής της και ο χαρακτήρας της έχει διαμορφωθεί από τις συνθήκες ζωής της: φέρει τα ήθη και τα έθιμα του τόπου καταγωγής της και τις αντιλήψεις της εποχής και της στενής γεωγραφικά κοινωνίας της Σύρου. Περιορισμένη στο σπίτι της έχει ασχοληθεί αποκλειστικά με την φροντίδα και την ανατροφή των παιδιών της, με τα οποία τη συνδέουν ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί. Έτσι, αγαπά και προστατεύει το γιο της με κάθε τρόπο. Ωστόσο, δεν θέλει να τον πληγώσει και του δείχνει ότι αποδέχεται την επιλογή του να παντρευτεί τη Μαρίνα και είναι ιδιαίτερα ευγενής απέναντί της. Προσπαθεί να την προσεγγίσει, μοιράζεται μαζί της ιστορίες από το παρελθόν και δείχνει ιδιαίτερα φιλική. Εντούτοις, πίσω από τη φαινομενικά φιλήσυχη και αφοσιωμένη στο γιο της μάνα, κρύβεται μια γυναίκα καχύποπτη και ισχυρογνώμων. Η Ρεΐζαινα είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική απέναντι στη νύφη της, τόσο λόγω της καταγωγής της όσο και της εσωστρέφειας που τη χαρακτηρίζει. Ερμηνεύει τον "κλειστό" και μυστικοπαθή χαρακτήρα της Μαρίνας, ως ένδειξη μη ειλικρινών συναισθημάτων απέναντι στο παιδί της και εμμένει σε αυτή την άποψη παρά τις προσπάθειες του Γιάννη να της αλλάξει γνώμη.
Μαρίνα:
Και η προσωπικότητα της Μαρίνας πρέπει να σκιαγραφηθεί ιδωμένη από δύο διαφορετικές οπτικές. Φαίνεται ότι αγαπά τον Γιάννη και γι αυτό πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη ζωή της και την χώρα της. Μολονότι έχει διαφορετική καταγωγή δεν διαφέρει από τις γυναίκες της Ελλάδας. Είναι περιορισμένη στο σπίτι, ασχολείται αποκλειστικά με το νοικοκυριό της και δεν έχει κοινωνικές συναναστροφές εκτός από τα μέλη της οικογένειάς της. Πρόκειται εν τέλει μια για γυναίκα συνεσταλμένη, η οποία φαίνεται τα τρέφει αισθήματα σεβασμού όχι μόνο για το σύζυγό της αλλά και για την πεθερά της. Ωστόσο, πίσω από αυτή την εικόνα και με τη βοήθεια του παντογνώστη-αφηγητή κατανοούμε ότι η Μαρίνα είναι στην πραγματικότητα εσωστρεφής και απόμακρη. Κρατά κρυφό ένα μέρος όχι μόνο του παρελθόντος της αλλά και των πραγματικών συναισθημάτων της. Τελικά, ο δυσπρόσιτος χαρακτήρας της μας οδηγεί στην αμφισβήτηση των συναισθημάτων που τρέφει απέναντι στον Γιάννη.
Και η προσωπικότητα της Μαρίνας πρέπει να σκιαγραφηθεί ιδωμένη από δύο διαφορετικές οπτικές. Φαίνεται ότι αγαπά τον Γιάννη και γι αυτό πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη ζωή της και την χώρα της. Μολονότι έχει διαφορετική καταγωγή δεν διαφέρει από τις γυναίκες της Ελλάδας. Είναι περιορισμένη στο σπίτι, ασχολείται αποκλειστικά με το νοικοκυριό της και δεν έχει κοινωνικές συναναστροφές εκτός από τα μέλη της οικογένειάς της. Πρόκειται εν τέλει μια για γυναίκα συνεσταλμένη, η οποία φαίνεται τα τρέφει αισθήματα σεβασμού όχι μόνο για το σύζυγό της αλλά και για την πεθερά της. Ωστόσο, πίσω από αυτή την εικόνα και με τη βοήθεια του παντογνώστη-αφηγητή κατανοούμε ότι η Μαρίνα είναι στην πραγματικότητα εσωστρεφής και απόμακρη. Κρατά κρυφό ένα μέρος όχι μόνο του παρελθόντος της αλλά και των πραγματικών συναισθημάτων της. Τελικά, ο δυσπρόσιτος χαρακτήρας της μας οδηγεί στην αμφισβήτηση των συναισθημάτων που τρέφει απέναντι στον Γιάννη.
ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ:
Θέση της Γυναίκας:
1. Παρέμενε στο σπίτι της, οι συναναστροφές τις περιορίζονταν στα μέλη της οικογένειάς της.
2. Δεν έπαιρνε τη ζωή στα χέρια της (δεν σπούδαζε, δεν εργαζόταν). Ο μόνος τρόπος να φύγει από το σπίτι των γονιών της ήταν για να ακολουθήσει το σύζυγό της.
3. Βασική της ενασχόληση οι οικιακές δουλειές και η ανατροφή των παιδιών της.
Θέση του Άντρα:
1. Λαμβάνει τις αποφάσεις στην οικογένεια και είναι προστάτης των μελών της, καθώς επίσης και βασικό ρυθμιστής των μεταξύ τους σχέσεων.
2. Εργάζεται και εξασφαλίζει τα προς το ζην στην οικογένεια.
3. Περνά αρκετό χρόνο εκτός σπιτιού
Θεσμός του Γάμου:
1. Συνήθως οι γάμοι ήταν αποτέλεσμα προξενιού, οικονομικών συμφωνιών και σπανίως συναισθηματικών σχέσεων.
2. Η γυναίκα ακολουθεί τον σύζυγο και μένει στο πατρικό του.
Σχέσεις ντόπιων-ξένων:
1. Χαρακτηρίζονται από καχυποψία των ντόπιων απέναντι στους ξένους.
Θέση της Γυναίκας:
1. Παρέμενε στο σπίτι της, οι συναναστροφές τις περιορίζονταν στα μέλη της οικογένειάς της.
2. Δεν έπαιρνε τη ζωή στα χέρια της (δεν σπούδαζε, δεν εργαζόταν). Ο μόνος τρόπος να φύγει από το σπίτι των γονιών της ήταν για να ακολουθήσει το σύζυγό της.
3. Βασική της ενασχόληση οι οικιακές δουλειές και η ανατροφή των παιδιών της.
Θέση του Άντρα:
1. Λαμβάνει τις αποφάσεις στην οικογένεια και είναι προστάτης των μελών της, καθώς επίσης και βασικό ρυθμιστής των μεταξύ τους σχέσεων.
2. Εργάζεται και εξασφαλίζει τα προς το ζην στην οικογένεια.
3. Περνά αρκετό χρόνο εκτός σπιτιού
Θεσμός του Γάμου:
1. Συνήθως οι γάμοι ήταν αποτέλεσμα προξενιού, οικονομικών συμφωνιών και σπανίως συναισθηματικών σχέσεων.
2. Η γυναίκα ακολουθεί τον σύζυγο και μένει στο πατρικό του.
Σχέσεις ντόπιων-ξένων:
1. Χαρακτηρίζονται από καχυποψία των ντόπιων απέναντι στους ξένους.